Τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα εκτός κι αν αναφέρεται άλλος ως συγγραφέας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσιεύση τους δίχως τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Solitude 3: βυθός

...Τον αγαπάει αλλά ώρες ώρες δεν μπορεί να τον καταλάβει. Έχει δύο μέρες τώρα που φέρεται περίεργα. Σαν να βρίσκεται αλλού, σαν το μυαλό του να ταξιδεύει. Έτσι ήτανε τον πρώτο καιρό που γνωριστήκανε, λίγο θλιμμένος, λίγο απόμακρος, λίγο μυστήριος. Και αυτό την είχε τραβήξει κοντά του. Τώρα όμως αυτό δεν της αρέσει καθόλου, την τρομάζει ίσως...

Του είχε πει ότι αυτό το Σάββατο θα έβγαιναν έξω, ήταν καλεσμένοι για τα γενέθλια ενός συναδέλφου της. Είχαν και καιρό να βγούνε έξω. Όχι ότι την ενοχλούσε αυτό, το αντίθετο μάλιστα. Της άρεσαν οι ώρες που περνούσαν παρέα, μόνοι τους, στο κοινό τους σπίτι. Είχαν τόσα πολλά να κάνουνε παρέα...
Άλλωστε πάντοτε της άρεσε να μένει σπίτι όταν είχε καλή παρέα. Όμως σήμερα έπρεπε και ήθελε να βγει. Της είπε ότι έχει πονοκέφαλο, ότι δεν αισθανόταν καλά. Μα το ήξερε πως κάτι άλλο συνέβαινε, πως κάτι δεν ήθελε να της πει. Το φοβόταν αυτό το κάτι. Το φοβόταν πραγματικά κι ας μην μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι μπορούσε να είναι. Ή μάλλον μπορούσε να φανταστεί πολλά, χειρότερα ίσως κι απ'την πραγματικότητα, απλώς δεν ήθελε. Θα έβγαινε, το είχε αποφασίσει. Θα ντυνόταν όμορφα, θα γδυνόταν από τις σκέψεις της, θα περνούσε ωραία, έστω και μόνη.

Στο πάρτυ κατάλαβε ότι ακόμα τη θεωρούσαν όμορφη. Κι εκείνος της το έλεγε συνέχεια αλλά ήταν διαφορετικά. Διάφοροι προσπαθούσαν να την φλερτάρουν, ακόμα και κάποιοι συνάδελφοι που ξέραν ότι είναι αρραβωνιασμένη. Δεν της άρεσε αυτό, τον αγαπούσε, ήταν το μόνο σίγουρο που είχε αυτή τη στιγμή. Και τον σκεφτόταν όλο το βράδυ. Από εγωισμό και μόνο καθόταν στο πάρτυ, ανεχόταν τον κάθε μαλάκα, χαμογελούσε και σκεφτόταν εκείνον. Και έπινε. Μόνη ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Έπινε. Είχε μάθει κοντά του να πίνει. Έπινε...

στο μυαλό της τραγουδούσε ο Αλκίνοος:
Πέρασαν μέρες χωρίς να στο πω
"Το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις..."
αγάπη μου,πως θα μ' αντέξεις,
που 'μαι παράξενο παιδί σκοτεινό.

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δώ,
κι αν σε πεθύμησα δε ξέρεις.
"Κοντά μου πάντα θα υποφέρεις..",
σου το 'χα πει ένα πρωί βροχερό.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω,
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα,
μες σε δωμάτια κλεισμένα,
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ,
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

Στα σοβαρά μη με παίρνεις ειν' το μυαλό μου θολό
είναι και ο κόσμος μου αστείος.
Κι όταν με βαρεθείς τελείως
ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες.

Και εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο
και κάποιο στίχο που σου μοιάζει,
κοιτάζω έξω και χαράζει...
έγινε το αύριο πάλι χθες.

Θα σβήσω .....



(ο πίνακας "windmill of lovers" είναι του William Blake)