Τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα εκτός κι αν αναφέρεται άλλος ως συγγραφέας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσιεύση τους δίχως τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.

Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Είμαι...

Είμαι ένα φύλο κίτρινο που χορεύει στον αέρα,

Που λιώνει στη βροχή, που το σκεπάζει η σκόνη.

Του φθινοπώρου φύλο είμαι.

Είμαι ένα δένδρο καμένο, που στέκει μονάχο

Στη μέση της ερήμου, στη μέση μιας καμένης γης.

Είμαι εκείνος που ποτέ μου δεν υπήρξα,

Που μ’ ονειρεύτηκα μια κρύα του φθινοπώρου νύχτα.

Εκείνος που έβλεπες να τρέχει μέσα στη βροχή,

Ένα κορμί χαμένο στους αιώνες.

Είμαι το χθες, το αύριο και το σήμερα ˚ μα δεν υπάρχω.

Είμαι ένα όνειρο που έσβησε πριν να χαράξει η μέρα,

Μια παγωμένη σιωπή, μια σκέψη που έμεινε βουβή,

Ένα τραγούδι που ποτέ δεν θα τελειώσει...

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 200Χ


οι πρώτες στάλες της βροχής

οι δρόμοι γεμάτοι κίτρινα φύλα

το θλιμμένο φόρεμα της φύσης.

Θυμάσαι το όμορφο σκούρο μπλε του ουρανού,

Τη λίμνη με τα αγριεμένα της νερά;

Της ημέρες της απουσίας σου

Οι εικόνες αυτές μοναδική μου συντροφιά.

Βγήκα μια βόλτα και η βροχή χαστούκιζε το πρόσωπό μου,

Σαν απατημένη ερωμένη

Ή σαν αυστηρή δασκάλα

Ξεπλένοντας τις σκέψεις μου από την παρουσία σου.





(Ο πίνακας φιλοτεχνήθηκε από την Βιβή http://vv-gati.blogspot.com . Την ευχαριστώ ιδιαίτερα για την ευγενική παραχώρηση χρήσης του)

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Αντίο

Έμαθα πλέον ότι τα όνειρα είναι δωρεάν. Και πουλιούνται πανεύκολα. Κι εγώ είχα μεγάλη ανάγκη να ονειρεύομαι μα… όταν τα όνειρα πεθαίνουν οι άνθρωποι ξαναγεννιούνται. Κι εγώ έχω ανάγκη να ξαναγεννηθώ. Κάποτε ίσως να καταλάβεις. Ίσως και να με συγχωρήσεις. Εγώ πάντως σε είχα συγχωρήσει από πάντοτε. Και ποτέ δεν πρόκειται να σε μισήσω. Κι ας είναι πολύ πιο εύκολο από το να μη σε αγαπάω…

Πρώτη γνωριμία

Με μερικούς ανθρώπους νιώθεις ένα αίσθημα προαιώνιας συγγένειας, μια γνωριμία πέρα από τους αιώνες. Έτσι μόνον μπορείς να εξηγήσεις πώς δύο άνθρωποι που μέχρι πριν λίγο δε γνωριζόντουσαν σχεδόν καθόλου, κάθονται ξαφνικά και συζητάνε, δίχως συναίσθηση του χρόνου, για πράγματα ασήμαντα και σημαντικά, ρουφώντας ο ένας τον άλλο, προσπαθώντας να κερδίσουν τον χρόνο που χάθηκε στην Εδέμ

ΔΎΟ

Δεν ήθελα να με βρεις πιωμένο, άλλωστε ήταν μόλις τρεις το μεσημέρι. Όμως από τη στιγμή που με πήρες τηλέφωνο και μου είπες ότι θα περνούσες από το σπίτι δε μου άφησες άλλη επιλογή. Έπρεπε να πιω, όχι να μεθύσω, να πιω για να αντέχω να σε κοιτάζω δίχως να μπορώ να σε αγγίξω.
Έτσι, με βρήκες πιωμένο. Και είμαι σίγουρος ότι κολακεύτηκες απίστευτα πολύ γνωρίζοντας ότι έπινα για πάρτη σου. Όπως είμαι εξίσου σίγουρος ότι λυπήθηκες στο τέλος, καθώς το ποτήρι μου προσγειώθηκε με δύναμη στο ωραίο σου κεφάλι. Πάντως για το τελευταίο λυπήθηκα κι εγώ. Βλέπεις, δεν είχα προλάβει να τελειώσω το ποτό μου, όταν κάποια μαλακία σου με ώθησε στο να σου το σερβίρω στο κεφάλι.
Κρίμα που δεν θυμάμαι τι ήταν αυτό που είπες!

ΈΝΑ

Στο τραπεζάκι μπροστά μου ένα μπουκάλι κρασί, ένα τασάκι κι ένα πακέτο τσιγάρα. Μου ζήτησες να ανοίξω το κρασί καθώς εσύ θα έφερνες ποτήρια. Όπως πάντα υπάκουσα, άλλωστε ποτέ δεν είχα πει όχι σε ένα καλό μπουκάλι κρασί.
Ήρθες και κάθισες δίπλα μου, σχεδόν σε ακουμπούσα και με ακουμπούσες. Αρχίσαμε να πίνουμε και να συζητάμε. Για σχέσεις που τελειώνουν, για ερωτικές ιστορίες με άσχημο τέλος, για την αγάπη γενικότερα. Δε μιλούσα πολύ, θυμάμαι. Προτιμούσα να ακούω εσένα να μιλάς. Κάποια στιγμή σε έχασα. Δεν θυμάμαι πώς και γιατί αλλά έβλεπα τα χείλη σου να κουνιούνται μα ο ήχος δεν έφθανε ως τα αυτιά μου. Σταμάτησα να σε κοιτάζω. Δεν ξέρω αν σταμάτησες κι εσύ να μιλάς. Εγώ πάντως κοίταζα το τραπεζάκι, που εν τω μεταξύ είχε γεμίσει με μπουκάλια, και σκεφτόμουν αν έπρεπε να σε αγκαλιάσω ή να σου ανοίξω το κεφάλι με τα άδεια μπουκάλια από κρασί.

Καύσωνας, Πάτρα, Κάποτε

Δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι όλη τη νύχτα. Δεν ξέρω αν έφταιγε η αφόρητη ζέστη που επικρατεί την τελευταία εβδομάδα. Σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο, προσεκτικά να μη σε ξυπνήσω. Πίστευα ότι ίσως λίγο κρύο νερό στο πρόσωπό μου να έκανε δουλειά. Τίποτα! Ξάπλωσα και άρχισα να ονειρεύομαι κοιτώντας το ταβάνι. Άναψα τσιγάρο. Έβαλα ένα ποτήρι ουίσκι. Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Ο ύπνος είχε πια φύγει μακριά μου εκείνο το βράδυ. Σηκώθηκα πάλι κι ήρθα ως την πόρτα του δωματίου σου. Προσεκτικά την άνοιξα. Μέσα στο ημίφως κάθισα και σε κοίταζα καθώς κοιμόσουν. Ήσουν πανέμορφη, πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά. Έμοιαζες με άγγελο. Σε κάποια φάση γύρισες πλευρό και ήταν σαν να με κοιτούσες κι εσύ. Κι εγώ ήθελα να έρθω να φιλήσω το μπράτσο σου ή το γυμνό σου στήθος, όμως φοβόμουν πως θα σε ξυπνούσε η κίνησή μου αυτή και δεν το ήθελα. Έτσι, έμεινα απλώς να σε κοιτάζω και να ονειρεύομαι με τα μάτια μου ανοιχτά. Όπως ακριβώς δηλαδή με βρήκες το πρωί σα ξύπνησες.

Λέξεις 1998

Οι λέξεις έφυγαν πια!
Με παράτησαν και αυτές.
Γύρω μου μονάχα κόλλες λευκές,
κόλλες σκισμένες και λέξεις φαντάσματα.
Οι λέξεις έφυγαν πια κι αυτές.
Την ώρα που μου είπες "αντίο".
Οι λέξεις έφυγαν...
...τώρα μου λείπεις πιο πολύ!

Λέξεις 2000

Λέξεις που κάποτε φοβήθηκαν να ειπωθούν,
που η σιωπή τις τρόμαξε, τις σκότωσε,
καλύτερα ποτέ να μη σχηματιστούν.
Λέξεις φαντάσματα γινήκανε πια.
Λάθος στιγμή διαλλέξαν για να βγουν,
ματώσαν τα χείλη, λέξεις δραπέτες,
σαν αστραπές και σαν κατάρες ηχούν.
Αλίμονο! Δεν έπρεπε ποτέ να ειπωθούν.