Τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα εκτός κι αν αναφέρεται άλλος ως συγγραφέας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσιεύση τους δίχως τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

H γυναίκα που διάβαζε ποιήματα (προσχέδιο σεναρίου)

Είχε να αγγίξει τη γραφομηχανή του από όταν πέθανε η γυναίκα του, κοντά τρία χρόνια τώρα. Την λάτρευε, ήταν η αιτία που έγραφε . Τώρα δεν έβρισκε λόγους να ξαναγράψει. Κι ας τον πιέζαν οι φίλοι του κι ας τον επιζητούσε το αναγνωστικό του κοινό. Γιατί να γράψει; Συνήθιζε να της διαβάζει τις ιστορίες του, να αναζητά στα μάτια της την επιδοκιμασία για να συνεχίσει, το χαμόγελο. Τώρα; Απομονώθηκε και από τους φίλους, σταμάτησε να γράφει, να ζει. Ο εκδότης του δεν τον πίεζε, τουλάχιστον τα δύο πρώτα χρόνια, άλλωστε πουλούσε ακόμα το τελευταίο του μυθιστόρημα, σεβάστηκε το πένθος του. Μα τώρα ζητούσε καινούριο βιβλίο, επικαλούταν το συμβόλαιο μαζί του. Δεν είχε διάθεση όμως, δεν μπορούσε να αγγίξει την γραφομηχανή του.

Ένας φίλος, από εκείνους που κάποτε θεωρούσε καρδιακούς, του προσέφερε τα κλειδιά από το εξοχικό του. Έτσι, για να φύγει από το χώρο που είχε ζήσει, από το χώρο που ήταν γεμάτος με εικόνες από τη γυναίκα του, από τον έρωτά τους. Για να ηρεμήσει μήπως και η αλλαγή χώρου τον βοηθούσε. Να ξεκινήσει να γράφει και πάλι, να ξεκινήσει να ζει ξανά.

Με βαριά καρδιά δέχτηκε να φύγει. Ένα ερημικό, από τον Σεπτέμβριο, νησάκι ίσως να ήταν ό,τι καλύτερο για να κάνει ένα νέο ξεκίνημα. Ήξερε ότι έπρεπε να δώσει κάτι στον εκδότή του, ήταν το επάγγελμά του, ζούσε από αυτό. Κι ας μην μπορούσε να αγγίξει την γραφομηχανή του, κι ας μην είχε εκείνη να της διαβάζει ό,τι έγραφε. Έπρεπε…

Στο νησί του μίλησαν για εκείνη. Την «γυναίκα που διάβαζε ποιήματα». Λέγαν ότι ήτανε τρελή. Την έβλεπαν σε ερημικές παραλίες να κάθεται δίπλα στο κύμα, κάποιοι την είχαν ακούσει να μιλάει στα κύματα, να απαγγέλει ποιήματα. Έμενε σε ένα απόμερο λόφο, κανείς δεν ήξερε την ιστορία της, απλώς την έλεγαν τρελή. Και την αποφεύγαν και τους απέφευγε κι η ίδια. Μόνο για τρόφιμα κατέβαινε καμιά φορά στην πόλη και για βιβλία που παραλάμβανε από το ταχυδρομείο. Και δε μιλούσε σε κανέναν, μονάχα σμειώματα τους έδινε με τα πράγματα που ήθελε. Την έλεγαν τρελή, κάποιος την βάπτισε «γυναίκα που διάβαζε ποιήματα».

Είχε βρει την ιστορία του. Θα έγραφε για εκείνη. Θα προσπαθούσε να μάθει την ιστορία της, ποια ήτανε, γιατί έγινε η «γυναίκα που διάβαζε ποιήματα». Του είπαν πως ήταν μάταιο, να την αποφύγει, ήταν απλώς μια τρελή, δε θα έβγαζε τίποτα.

Άρχισε να ρωτάει τους συγχωριανούς της για εκείνη. Δεν έμαθε πολλά πράγματα, μόνον ότι είχε έρθει στο νησί για μόνιμη εγκατάσταση κάποια χρόνια πριν. Ότι οι γονείς της ήταν από εκεί, μετανάστες όμως χρόνια στην Αυστραλία. Ότι πρέπει να ήταν παντρεμένη. Τίποτε άλλο. Και συνεχώς του έλεγαν ότι είναι τρελή και δεν θέλει επαφές με κανέναν. Άδικος κόπος να προσπαθήσει να της μιλήσει. Αυτό το διαπίστωσε και ο ίδιος τη μέρα που την πέτυχε στη χώρα, της φώναξε να της μιλήσει, την ακολούθησε και εκείνη το έβαλε στα πόδια, έτρεξε μακριά. Πήγε από το σπίτι που του είπαν ότι έμενε. Άδικος κόπος και πάλι. Χτύπησε την πόρτα μα δε του άνοιξε, μήτε του αποκρίθηκε. Την περίμενε στην αυλή της, βγήκε έξω και τον προσπέρασε τρέχοντας.

Δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Η εικόνα της γυρνούσε διαρκώς στο κεφάλι του παρέα με διάφορες ιστορίες που υπέθετε ότι μπορεί να την τυραννούσαν. Έπλεκε διάφορα σενάρια, θα μπορούσε να γράψει πολλές ιστορίες με αφορμή εκείνη, πάρα πολλές ιστορίες. Έπρεπε όμως να μάθει την πραγματική της ιστορία. Το ήθελε να την μάθει.

...

Άρχισε να περπατάει τις νύχτες στις παραλίες με την ελπίδα να τη συναντήσει, να την ακούσει να μιλάει στα κύματα. Να ακούσει τα ποιήματα που τους ψιθύριζε.


Ένα βράδυ ζεστό, Σεπτέβριος ακόμα, την πέτυχε σε μια ερημική παραλία. Την είδε στα κύματα να μιλάει. Προσεκτικά προσπάθησε να την πλησιάσει , να μην την τρομάξει, τα λόγια της να ακούσει. Την είδε να γδύνεται και να βουτάει στη θάλασσα. Ξάπλωσε στην αμμουδιά εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, να θαυμάζει το παιχνίδισμά της με τα κύμματα.
Σε αυτό το σημείο τον πήρε ο ύπνος. Ξύπνησε από ένα απαλό,υγρό χάδι. "Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον ήλιο. Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε να αντικρίσετε τον άνθρωπο" την άκουσε να του ψιθυρίζει στο αυτί.


Κάνανε έρωτα κάτω από το φεγγάρι, στην αμμουδιά....
...
Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου τον βρήκανε στο ίδιο σημείο ξαπλωμένο, μόνο. "Η γυναίκα που διάβαζε ποιήματα" δεν ήταν δίπλα του. Πήγε από το σπίτι της τρέχοντας, δεν ήταν εκεί. Ρώτησε τους χωριανούς, δεν την είχε δει κανένας, η εμμονή του γινόταν ενοχλητική.
...
Τον έβλεπαν να περπατά τις νύχτες στην παραλία. Να μιλάει στα κύματα...

...
Μια νέα δημοσιογράφος ήρθε στο νησί. Θέλει να κάνει ρεπορτάζ για έναν συγγραφέα που πριν χρόνια έφθασε στο νησί, ερωτεύτηκε την "γυναίκα που διάβαζε ποιήματα" και τρελάθηκε...



υγ: η δημοσιογράφος και η "γυναίκα που διάβαζε ποιήματα" θα είναι η ίδια ηθοποιός...

υγ2: αφιερωμένη στην croft

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Solitude 3: βυθός

...Τον αγαπάει αλλά ώρες ώρες δεν μπορεί να τον καταλάβει. Έχει δύο μέρες τώρα που φέρεται περίεργα. Σαν να βρίσκεται αλλού, σαν το μυαλό του να ταξιδεύει. Έτσι ήτανε τον πρώτο καιρό που γνωριστήκανε, λίγο θλιμμένος, λίγο απόμακρος, λίγο μυστήριος. Και αυτό την είχε τραβήξει κοντά του. Τώρα όμως αυτό δεν της αρέσει καθόλου, την τρομάζει ίσως...

Του είχε πει ότι αυτό το Σάββατο θα έβγαιναν έξω, ήταν καλεσμένοι για τα γενέθλια ενός συναδέλφου της. Είχαν και καιρό να βγούνε έξω. Όχι ότι την ενοχλούσε αυτό, το αντίθετο μάλιστα. Της άρεσαν οι ώρες που περνούσαν παρέα, μόνοι τους, στο κοινό τους σπίτι. Είχαν τόσα πολλά να κάνουνε παρέα...
Άλλωστε πάντοτε της άρεσε να μένει σπίτι όταν είχε καλή παρέα. Όμως σήμερα έπρεπε και ήθελε να βγει. Της είπε ότι έχει πονοκέφαλο, ότι δεν αισθανόταν καλά. Μα το ήξερε πως κάτι άλλο συνέβαινε, πως κάτι δεν ήθελε να της πει. Το φοβόταν αυτό το κάτι. Το φοβόταν πραγματικά κι ας μην μπορούσε ούτε καν να φανταστεί τι μπορούσε να είναι. Ή μάλλον μπορούσε να φανταστεί πολλά, χειρότερα ίσως κι απ'την πραγματικότητα, απλώς δεν ήθελε. Θα έβγαινε, το είχε αποφασίσει. Θα ντυνόταν όμορφα, θα γδυνόταν από τις σκέψεις της, θα περνούσε ωραία, έστω και μόνη.

Στο πάρτυ κατάλαβε ότι ακόμα τη θεωρούσαν όμορφη. Κι εκείνος της το έλεγε συνέχεια αλλά ήταν διαφορετικά. Διάφοροι προσπαθούσαν να την φλερτάρουν, ακόμα και κάποιοι συνάδελφοι που ξέραν ότι είναι αρραβωνιασμένη. Δεν της άρεσε αυτό, τον αγαπούσε, ήταν το μόνο σίγουρο που είχε αυτή τη στιγμή. Και τον σκεφτόταν όλο το βράδυ. Από εγωισμό και μόνο καθόταν στο πάρτυ, ανεχόταν τον κάθε μαλάκα, χαμογελούσε και σκεφτόταν εκείνον. Και έπινε. Μόνη ανάμεσα σε πολύ κόσμο. Έπινε. Είχε μάθει κοντά του να πίνει. Έπινε...

στο μυαλό της τραγουδούσε ο Αλκίνοος:
Πέρασαν μέρες χωρίς να στο πω
"Το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις..."
αγάπη μου,πως θα μ' αντέξεις,
που 'μαι παράξενο παιδί σκοτεινό.

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δώ,
κι αν σε πεθύμησα δε ξέρεις.
"Κοντά μου πάντα θα υποφέρεις..",
σου το 'χα πει ένα πρωί βροχερό.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω,
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα,
μες σε δωμάτια κλεισμένα,
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ,
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

Στα σοβαρά μη με παίρνεις ειν' το μυαλό μου θολό
είναι και ο κόσμος μου αστείος.
Κι όταν με βαρεθείς τελείως
ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες.

Και εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο
και κάποιο στίχο που σου μοιάζει,
κοιτάζω έξω και χαράζει...
έγινε το αύριο πάλι χθες.

Θα σβήσω .....



(ο πίνακας "windmill of lovers" είναι του William Blake)

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2007

Solitude 2: another night in


Είναι αρραβωνιασμένος εδώ και έξι μήνες, το επόμενο καλοκαίρι πρόκειται να παντρευτεί. Αγαπάει την μέλλουσα σύζυγό του, το ξέρει ότι την αγαπάει. Αλλά...

Είχε πάρα πολύ καιρό να τη σκεφτεί και ακόμα περισσότερο να τη συναντήσει. Όχι, δεν της μίλησε, τυχαία την είδε σε κάποιο εμπορικό κέντρο. Άραγε τον είδε και εκείνη; Τον κατάλαβε, τον θυμήθηκε; Εκείνος πάντως προσποιήθηκε ότι δεν την είδε και την ταραχή που τον έπιασε την έκρυψε πολύ καλά από τη γυναίκα του. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να της εξηγήσει ποια ήτανε, τι σήμαινε για εκείνη, τι θα σήμαιναν οι φλόγες στα μάτια του που θα άναβαν ξανά. Που, τώρα το καταλάβαινε, ποτέ του δεν έσβησαν.

Δεν ήταν όσο όμορφη την είχε διατηρήσει η μνήμη του. Δεν ήταν καν πιο όμορφη από την τωρινή του σύντροφο, μήτε από άλλες που κατά διαστήματα περάσαν από τη ζωή του. Άλλα ήταν που κυρίως τον κράτησαν μαζί της ακόμα και τις περιόδους που δεν ήταν ζευγάρι, τις περιόδους που εκείνη φρόντιζε να τον πληγώνει. "Πώς μπορείς να είσαι τόσο καλός μαζί μου όταν εγώ σου συμπεριφέρομαι σαν σκρόφα;", τον είχε ρωτήσει κάποτε. Της είχε χαμογελάσει, την φίλησε τρυφερά και δεν απάντησε ποτέ. Άλλωστε δεν είχε λόγια να εκφράσει όσα ένιωθε και κυρίως τους λόγους που τα ένιωθε. Απλώς υπήρχαν εκεί κάθε που ήτανε μαζί. Και της προσέφερε απλόχερα την καρδιά του.

Σάββατο βράδυ και προφασίστηκε πονοκέφαλο. Ήτανε καλεσμένοι σε κάποιο πάρτυ για τα γενέθλια συναδέλφου της. Κάποιου που ελάχιστα γνώριζε και ελάχιστα συμπαθούσε. Αλλά δεν ήταν εκεί το πρόβλημα, ο λόγος που δεν ήθελε να πάει. Ήθελε να μείνει μόνος του, να αναπολήσει, να θυμηθεί, να σκεφτεί, να αποφασίσει.

Μένοντας επιτέλους μόνος είχε την ευκαιρία να κοιτάξει παλιές φωτογραφίες, εκείνες που χρόνια έκρυβε σε κλειδωμένα συρτάρια στο γραφείο του. Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία. Και ακόμα περισσότερες εκείνες που επανερχόταν από μόνες τους στη μνήμη. Εκείνες που πάντοτε πίστευε ότι της είχε κρύψει πολύ καλά μέσα στην καρδιά του.

Και τα μπουκάλια άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Και τα τσιγάρα άναβαν προτού το άλλο σβήσει. Το επόμενο πρωί έπρεπε να έχει "καθαρίσει". Δεν ήθελε να κοροϊδεύει τον εαυτό του, πόσο περισσότερο έναν άλλο άνθρωπο που αγαπούσε. Και στο cd player ακουγόταν οι Tindersticks:

Greeds all gone now, theres no question
And I can see you push your hair behind your ears
Regain your balance
Doesnt matter where she is tonight
Or with whoever she spends her time
If these arms were meant to hold her
They were never meant to hold her so tight
For the love of that girl
Greeds all gone now, the panic subsides
When I could run, pulling arms to love her
Try to put myself on on the inside

For the love of that girl
Tears swell, you dont know why
For the love of that girl
They never fall, they can never run dry
For the love of that girl

Promise is never over, never questioned it needed reply
But she could breathe deep into my neck
Let me know Im just on the outside


(οι πίνακες είναι του Edvard Munch)

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2007

Solitude



...Είναι Σάββατο βράδυ. Δεν πάει καιρός που κανονικά θα έπρεπε να ετοιμάζεται για άλλη μία νυχτερινή έφοδο σε κάποιο πολύβουο κέντρο. Η νύχτα πάντοτε την καλούσε κι εκείνη υπήρξε μία από τις βασίλισσες της. Η ομορφιά της, που δεν την έχει εγκαταλείψει ακόμα, άλλωστε δεν την έχουν πάρει και τα χρόνια, υπήρξε πάντοτε εντυπωσιακή. Και γινόταν αντικείμενο θαυμασμού από τους άντρες και την πολιορκούσαν σε κάθε της έξοδο. Και εκείνη, γυναίκα κυνηγός, σπάνια θυμάται τον εαυτό της μόνο.

Μα τώρα κουράστηκε. Την κούρασαν οι άσκοπες σχέσεις, οι σχέσεις με ημερομηνία λήξεως, τα ξενύχτια δίχως λόγο.
Αυτό το Σάββατο, όπως και αρκετά πριν από αυτό, το έχει πάρει απόφαση. Δεν πρόκειται να συνεχίσει τη ζωή που τόσο την κούρασε, που την ξόδεψε ανούσια.
Θα μείνει στο τεράστιο μοναχικό της σπίτι, θα μαγειρέψει κάτι όμορφο μόνον για εκείνη, θα λεηλατήσει την κάβα της με τα κρασιά, θα ακούσει μουσική, ίσως δει και καμιά ταινία, θα καπνίσει αμέτρητα τσιγάρα, θα αναπολήσει...

...Πόσα ονόματα θυμάται, πόσοι περάσαν από τη ζωή της, από το κρεβάτι της και έπειτα λάβαν τη θέση τους στην πολύτιμη τροπαιοθήκη της, άδεια ονόματα κενά από μνήμες.
Μα υπήρχε κάποιος, κάποιος τόσο διαφορετικός από όλους αυτούς, κάποιος που από τη μνήμη της δεν έχει διαγραφεί κι ας έφυγε από τη ζωη της. Τον είδε προχτές στο δρόμο, δεν του μίλησε, δεν ξέρει αν την είδε και αυτός.Ήταν με κάποιαν άλλη παρέα. Φαινόταν ευτυχισμένος. Αυτός που πάντοτε υπήρχε στο πλάι της και συστηματικά εκείνη τον απόδιωχνε μακριά της Αυτός! Αυτός την είχε αγαπήσει πραγματικά. Κι εκείνη-όχι αυτό το θυμάται-τον είχε αγαπήσει, απλώς ,δεν ήταν ποτέ αυτό που έψαχνε, αυτό που στο μυαλό της είχε πλάσει.


..και στο δωμάτιο ακούγεται ο Duke...
In my solitude you haunt me
With reveries of days gone by,
In my Solitude you taunt me
With memories that never die
I sit in my chair, I'm filled with despair
There's no one could be so sad
With gloom everywhere, I sit and I stare
I know that I'll soon go mad.
In my Solitude I'm praying
Dear Lord above Send back my love

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Άτιτλο αριθμός XXVI

κοιτάζω το κενό σημείο που άφησες στο κρεββάτι μου,
το άρωμά σου μυρίζω στα σεντόνια μου
και στο σακάκι που σου έδινα
να μη κρυώνεις στο μπαλκόνι
καθώς ονειροπολούσαμε κοιτώντας τ'αστέρια.

άδικη κατάρα περιφέρομαι στο άδειο σπίτι
με συνοδεία αγαπημένων μας μουσικών
με νέγρικες τρομπέτες και άγριες κιθάρες
και με βραχνές φωνές καθώς σύννεφα καπνού
τυλλίγουνε τον χώρο μου.

ένας χώρος γεμάτος με την παρουσία σου
με εικόνες από το χθες που έφυγε άξαφνα
και μόνο μου με άφησε να ονειροπολώ
να αναπολώ και να μαθαίνω
ότι το "σ'αγαπάω δεν κλeίνεται σε παρελθόντες χρόνους"*


*o στίχος ανήκει στον Θεόδωρο Παντούλα και είναι από την ποιητική του συλλογή "Αντίδωρο" που έχω αναρτήσει σε παλαιότερο ποστ στο drunktank5.blogspot.com

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2007

Γιατί;

Πρέπει να δω τον κόσμο μ’ άλλα μάτια

Να βρω κουράγιο και να συνεχίσω.

Δεν θα ‘σαι πλάι μου πια.

Δεν θα ‘μαι πλάι σου ποτέ ξανά.

Γιατί; Γιατί;

Τόσα όνειρα που τα προδώσαμε

Τόσες νύχτες που ξόδεψα κλαίγοντας μόνος.

Δεν άκουσες ποτέ σου το τραγούδι μου.

Δεν σου τραγούδησα ποτέ.

Γιατί; Γιατί;