Τα κείμενα αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα εκτός κι αν αναφέρεται άλλος ως συγγραφέας. Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσιεύση τους δίχως τη σύμφωνη γνώμη του συγγραφέα.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Solitude: τέλος;


Το ήξερε ότι ήταν η καταστροφή του, όπως παλιά, από πάντοτε, το ήξερε. Ήξερε ότι θα καιγόταν αλλά πάντοτε η φωτιά της τον τραβούσε κοντά της.
Τις ημέρες που πέρασαν η διαδρομή του ήταν από την αγκαλιά της στη δουλειά και πάλι από την αρχή. Δε σκεφτόταν τίποτα κι ας είχε ξαναζήσει το σενάριο...

Δεν ήθελε να θρέψει τα όνειρά του με ελπίδες ψεύτικες. Δεν πίστεψε ποτέ ότι εκείνη είχε αλλάξει. Θα την ξαναέπιαναν τα ίδια, θα τον παρατούσε, περισσότερο κουρέλι από κάθε άλλη φορά. Το ήξερε αλλά δεν ήθελε να το σκέφτεται καν. Κι η Στέλλα; Η Στέλλα είχε τελειώσει για εκείνον, δε μπορούσε να την κοροιδεύει άλλο, δε μπορούσε να κοροιδεύει ούτε τον εαυτό του. Μόνον η Άρτεμις υπήρχε για εκείνον, καμία άλλη, ακόμα και αν δεν ήταν μαζί της, ακόμα και αν τον έδιωχνε ξανά.(πίνακας του Sergei Chepik)

Και έτσι συνέβη πραγματικά. Δύο εβδομάδες μετά το μοιραίο βράδυ γύρισε στο σπίτι της μετά τη δουλειά. Αμέσως κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, σα να ξύπνησε ξαφνικά από το όνειρο που ζούσε. Όλες του οι σκέψεις, όλοι του οι φόβοι τον πλημμύρισαν κι ένιωσε το κορμί του να ριγεί. Κατάλαβε ότι είχε έρθει η ώρα. Του προσέφερε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και κάθισε απέναντί του. Αμήχανες σιωπές τους τύλιξαν. Εκείνη ήθελε να τον παρατήσει, να μείνει όμως ο φίλος της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε μεταξύ τους. Εκείνος ήθελε να φύγει και να ξεχάσει ότι υπήρξε στη ζωή του.
"Πίστευα ότι μαζί σου μόνον θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη"
"Κανένας ποτέ δε θα μπορέσει να σε κάνει να ευτυχήσεις. Πίστευα ότι εγώ θα το μπορούσα αλλά έκανα λάθος. Κι αυτό το λάθος θα το πληρώνω πάντοτε"
Σπάσανε σχεδόν ταυτόχρονα τη σιωπή τους, σα να διάβαζε ο ένας τη σκέψη του άλλου.
"Δε θέλω να με μισείς"
"Είναι πιο εύκολο από το να μη σε αγαπάω"
Συνέχισαν...
"Θέλω να περισσώσουμε ό,τι μπορούμε"
"Δεν υπάρχει τίποτε. Όλα έχουν διαλυθεί. Δεν υπάρχουν χρώματα πια, μονάχα το μαύρο και το λευκό"
Και...
"Έτσι απλά θα τα πετάξουμε όλα;"
"Έτσι απλά; Έφυγα μακριά σου για να νικήσω τους δαίμονες μου, να κυνηγήσω τη μοναδική ελπίδα να ευτυχήσω και τελικά τι κατάφερα;"
Σηκώθηκε για να φύγει. Εκείνη δε μιλούσε πια. Δεν υπήρχε κάτι να πει. Είχε καταστρέψει έναν άνθρωπο και δεν μπορούσε να κάνει τίποτε παραπάνω. Ήθελε να ήταν αλλιώς τα πράγματα αλλά... δεν ήξερε ακόμα γιατί δεν μπορούσε. Δεν υπήρχε κάτι να πει, ευχόταν να την μισούσε, να έκανε τον χωρισμό ευκολότερο.
Γύρισε και την κοίταξε μια τελευταία φορά.
"Εύχομαι κάποτε να ευτυχήσεις... κι ας μην είμαι κοντά σου"
κι έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Μπαίνοντας στο αυτοκίνητό του ξέσπασε σε κλάμματα. Δεν ήθελε να "σπάσει" μπροστά της, χρειάστηκε απίστευτη δύναμη να της πει όσα είπε, να την παρατήσει πριν τον "σκοτώσει".
Εκείνη όταν είδε την πόρτα πίσω του να κλείνει συνειδητοποίησε ότι έφυγε μακριά της ο μόνος άντρας που άξιζε να βρίσκεται πλάι της, το πλέον πολύτιμο τρόπαιο της διόλου ευκαταφρόνητης τροπαιοθήκης της. Αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Τον αγαπούσε, όχι όμως ερωτικά. Και εκείνος ζητούσε τα πάντα. Έκλαψε...
Μακάρι να ένιωθε διαφορετικά...


Λίγες μέρες μετά του τηλεφώνησε η Στέλλα. Η Στέλλα! Τόσες μέρες δεν την είχε καν σκεφτεί. Δεν είχε προετοιμάσει καν τον εαυτό του για το τι θα της έλεγε. Του είπε ότι θα επέστρεφε σε δύο ημέρες. Στο τηλέφωνο ακουγόταν κάπως περίεργα. Περίεργα όμως δεν ακουγόταν και ο ίδιος; Είχε προφασιστεί ασθένεια στη δουλειά και έπινε όλη μέρα προσπαθώντας να ζαλίσει τις σκέψεις του που ήταν όμως διαρκώς παρούσες. Τη Στέλλα όμως δεν την είχε σκεφτεί καθόλου.

Όταν γύρισε από τη γενέθλια πόλη της τον βρήκε στην ίδια κατάσταση που είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του όλες αυτές τις μέρες. Δεν βρήκε λόγια να του πει, φοβήθηκε ότι εκείνη ευθυνόταν για αυτό.
"Δε θέλεις να γίνει ο γάμος"
την ρώτησε ξαφνικά.
"Δεν με πειράζει. Καλύτερα για εσένα. Σε αγάπησα, σε αγαπώ αλλά όχι όπως ένας άντρας πρέπει να αγαπάει τη γυναίκα του. Βλέπεις, όσο έλειπες ήμουν με την Άρτεμη, τη γυναίκα που προσπαθούσα να ξεχάσω όταν γνωριστήκαμε, τη γυναίκα που νόμιζα ότι είχα ξεχάσει. Βρίσε με, χτύπα με, διώξε με από το σπίτι. Μη με κοιτάζεις μόνον με τα όμορφα θλιμμένα μάτια σου γεμάτα με οίκτο"
της είπε το κρασί.
"Δε θέλω να γίνει ο γάμος, δεν ήθελα πριν μου πεις όσα είπες. Όσο έλειπα το συνειδητοποίησα. Σε αγαπάω σαν άνθρωπο, όχι σαν εκείνον που θα περάσω την υπόλοιπη ζωή μου. Όχι σαν τον Νικόλα! Είναι ο παιδικός μου έρωτας, είχα φύγει από την πόλη μου για να ξεφύγω από τον χωρισμό μου μαζί του. Τον συνάντησα, μου ζήτησε να μη σε παντρευτώ, να δοκιμάσουμε ξανά. Είμαι κι εγώ εξίσου ένοχη μαζί σου"...